- πρωτόχυτος
- -ον, Ααυτός που χύνεται πρώτος («πρωτόχυτος οἶνος», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + χυτός (< χέω «χύνω»), πρβλ. νεό-χυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτόχυτον — πρωτόχυτος first flowing masc/fem acc sg πρωτόχυτος first flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοχύτοιο — πρωτόχυτος first flowing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek